ἀσήμαντοι

ἀσήμαντοι
ἀσήμαντος
without leader
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • επισκιάζω — (AM ἐπισκιάζω) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι αρχ. μσν. (για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • σωκρατικοί ελάσσονες — Έτσι χαρακτηρίζονται όλοι εκείνοι που, κατά κάποιο τρόπο, ισχυρίστηκαν ότι στηρίζονται στη σωκρατική διδασκαλία, αλλά που υστερούν κατά πολύ από το μέγιστο όλων των σωκρατικών: τον Πλάτωνα. Εκτός από μερικές προσωπικότητες, όπως ο Ξενοφών και ο… …   Dictionary of Greek

  • ρόλος — ο (λ. γαλλ.) 1. κύλινδρος χαρτιού. 2. το μέρος ή το πρόσωπο το οποίο υποδύεται κάποιος σε θεατρικό έργο: Ήταν περίφημος στο ρόλο του Οιδίποδα. 3. «παίζω ρόλο» σε κάτι, σημαίνει έχω σημαντική επίδραση ή συμμετοχή σε κάτι: Στη νεότερη ελληνική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”